συνάριθμος

συνάριθμος
και επικ. τ. συνήριθμος, -ον, Α
1. αυτός που υπολογίζεται μαζί με άλλον, που συγκαταλέγεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον («ἵνα μὴ καὶ σὺ συνάριθμος τῶν εἰς τὸν ταῡρον γενηθέντων γένῃ», Φαλ.)
2. αυτός που έχει ίδιο ή ίσο αριθμό με άλλον, ισάριθμος («οἵδε τριηκόσιοι... τοῑς συναρίθμοις Ἰναχίδαις μαχεσσάμενοι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὑπερ-άριθμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνάριθμος — counted with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρίθμοις — συνάριθμος counted with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρίθμου — συνάριθμος counted with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρίθμιος — ον, ΜΑ [συνάριθμος] αυτός που περιέχεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον, ο συνάριθμος* …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • συνήριθμος — ον, Α ιων. τ. βλ. συνάριθμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”